- αντισοφιστής
- ἀντισοφιστής, ο (Α)αυτός που σοφίζεται κάτι για ν' αντιμετωπίσει κάποιο κακό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντισοφιστής — one who seeks to refute masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισοφιστῇ — ἀντισοφιστής one who seeks to refute masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισοφιστήν — ἀντισοφιστής one who seeks to refute masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)